Όταν η Ελλάδα πληγώνει τα (ταλαντούχα) παιδιά της

2014-08-18 20:24

 

Αν εστιάσει κανείς στις βιογραφίες των μεγάλων Ελλήνων, συναντά δεκάδες περιπτώσεις κορυφαίων δημιουργών, των οποίων το έργο όχι μόνο δεν αναγνωρίστηκε ή επιβραβεύθηκε αλλά απεναντίας οι ίδιοι έτυχαν της χειρότερης δυνατής αντιμετώπισης από το Ελληνικό κράτος ή τον κοινωνικό τους περίγυρο. Ορισμένοι από αυτούς, δεν άργησαν να καταλάβουν με πόνο ψυχής πως η ξενιτιά ήταν μονόδρομος, προκειμένου να εμπλουτίσουν τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους, να δημιουργήσουν έργα απερίσπαστα και εν τέλει να δικαιωθούν για την απόφασή τους αυτή, αποσπώντας διθυραμβικά σχόλια σε διεθνές επίπεδο. Καλλιτέχνες, τόσο μπροστά από την εποχή τους που -για αυτόν ακριβώς το λόγο – τα έργα τους, αντιμετωπίστηκαν με χλεύη και ειρωνεία από την (ανέκαθεν) στενόμυαλη, συντηρητική και γεμάτη στερεότυπα και προκαταλήψεις  κοινωνία. Οι πιο τυχεροί από αυτούς, πρόλαβαν τουλάχιστον να βιώσουν την αναγνώριση, προτού αφήσουν το μάταιο τούτο κόσμο, αλλά υπήρξαν και αρκετοί για τους οποίους το ευρύ κοινό καθυστέρησε χρόνια, προκειμένου να κατανοήσει το μεγαλειώδες έργο που άφησαν πίσω. Με αφορμή την έκθεση της πιο χαρακτηριστικής ίσως περίπτωσης, του μεγάλου Έλληνα ζωγράφου Κωνσταντίνου Παρθένη, που πραγματοποιήθηκε πριν λίγο καιρό στο «Ίδρυμα Θεοχαράκη», θα ήθελα να αναφερθώ σε κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις που δικαιολογούν τον τίτλο του κειμένου τούτου και μας κάνουν να συλλογιστούμε δύο μεγάλα ελαττώματα του λαού μας: την αμάθεια και… την αχαριστία. Ελαττώματα τα οποία μαζί με την αναξιοκρατία, το ρουσφέτι, τις μίζες κι ορισμένα άλλα, είναι επιπρόσθετα «προσόντα» ειδικά για άτομα με πολιτικές – εξουσιαστικές βλέψεις και κατά τη γνώμη μου έπαιξαν το ρόλο τους για την κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει τα τελευταία χρόνια, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία… Ας ξεκινήσουμε λοιπόν κι ας θυμηθούμε:

 

Νικόλαος Γύζης  (1842-1901) 

Γεννημένος στο Σκλαβοχώρι της Τήνου, μετακομίζει στην Αθήνα όπου σπουδάζει στο Σχολείο των Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) κι από εκεί με υποτροφία στο Μόναχο, όπου τελικώς διορίζεται επίτιμο μέλος και καθηγητής στην Παγκοσμίου φήμης Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών (η ξακουστή ‘Σχολή του Μονάχου΄). Το 1872 επιστρέφοντας στην Αθήνα, θέλησε να ευχαριστήσει για την υποτροφία του τον τότε υπουργό Παιδείας. Κατά τη συνάντηση τους, του προσέφερε ως δώρο έναν πίνακα του, που απεικόνιζε έναν χωρικό δεμένο πάνω σε ένα γάιδαρο. «Μα για να ζωγραφίσετε γαϊδάρους σας στείλαμε στη Γερμανία, κύριε Γύζη;» του είπε ο υπουργός. Αμέσως ο Γύζης πήρε πίσω τον πίνακα και έφυγε, λέγοντας στον Νικηφόρο Λύτρα που τον συνόδευε: «Πάμε, Νικηφόρε! O τόπος δε μας σηκώνει…». Απογοητευμένος και από την κατάσταση που επικρατούσε τότε στη χώρα και τις πικρόχολες επιθέσεις και κριτικές του Τύπου για το ρηξικέλευθο έργο του, αναγκάζεται να επιστρέψει στο Μόναχο. Οι Γερμανοί τον αγκαλιάζουν και τον θεωρούν συμπατριώτη τους. Ο καθηγητής του, ο γνωστός Pyloty, πανευτυχής για τον ταλαντούχο μαθητή του, διαλαλούσε προς πάσα κατεύθυνση: «Ο Γύζης πρέπει να μείνει με ημάς, εδώ!». Η Ελλάδα, τόσο λατρεμένη αλλά και τόσο αφιλόξενη για εκείνον, ήταν το μεγάλο του μαράζι. «Αν ήξεραν οι Έλληνες τι θησαυρό έχουν με το όμορφο κλίμα και το λαμπρό φως! Και πως θα έφεγγε η Ανατολή, αν έφεγγε κι η Τέχνη αναλόγως..» λέει, αρνούμενος πεισματικά να χρησιμοποιεί το διαδεδομένο στους Βαυαρούς ζωγράφους σκούρο πράσινο, παρά μόνο έντονα φωτεινά (Ανατολίτικα) χρώματα. Το τέλος της ζωής του ήρθε το 1901, από λευχαιμία, λίγα χρόνια μετά το θάνατο των γονιών του και ετάφη σε νεκροταφείο του Μονάχου. Ο ίδιος, μέσα από επιστολές που έστελνε στους φίλους του, μέχρι το τέλος της ζωής του, δεν έκρυβε ποτέ την πικρία του και την νοσταλγία για να επιστρέψει στην πατρίδα, μήπως και θεραπευτεί η αρρώστια του ‘στα γλυκά αυτά μέρη, όπου ο θαλασσινός άνεμος, το φάρμακο αυτό… υπάρχει’. 

 

Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967)

Κοσμοπολίτης, αυθεντικός καινοτόμος κι ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές της μοντέρνας τέχνης στην Ελλάδα. Ίδρυσε μαζί με τον Νικόλαο Λύτρα και άλλους νεωτεριστές  την «Ομάδα Τέχνη» στα πρότυπα της ‘Απόσχισης’ του Κλίμτ στην Αυστρία κάποια χρόνια πριν, ως αντίδραση στον (συντηρητικό) ακαδημαϊσμό. Αλεξάνδρεια, Βιέννη, Αθήνα, Παρίσι, Κωνσταντινούπολη, Κέρκυρα, Πόρος… σταθμοί της ζωής του. Διακρίνεται σε διεθνείς διαγωνισμούς και πραγματοποιεί μια μεγαλειώδη έκθεση στο Ζάππειο το 1920, με την υποστήριξη του Βενιζέλου και των Φιλελευθέρων καθώς και των προοδευτικών διανοούμενων της εποχής. Ο τύπος και το καλλιτεχνικό κατεστημένο δεν μπορούν να χωνέψουν την εύνοια αυτή, η οποία κλιμακώνεται με τον διορισμό του το 1929 (από τον ίδιο τον Βενιζέλο) ως καθηγητή στην Σχολή Καλών Τεχνών. Αρχίζει να απομονώνεται από τους υπόλοιπους καθηγητές, ενώ και στα μαθήματα που παραδίδει παραμένει σιωπηλός.  Γεμάτος πικρία (έχοντας διδάξει προσωπικότητες όπως Τσαρούχη, Εγγονόπουλο, Τέτση, κ.α.) παραιτείται εν τέλει το 1947 από την Σχολή κι αυτοεξορίζεται στο σπίτι που έχτισε ο ίδιος στην Πλάκα, έχοντας μοναδική συντροφιά τη γυναίκα του Ιουλία. Σα να μην έφτανε αυτό, μια πολύχρονη δικαστική διαμάχη με το Δήμο Αθηναίων για μια ανολοκλήρωτη παραγγελία, οδηγεί σε έκδοση εντάλματος κατεδάφισης του σπιτιού του (υποτίθεται στα πλαίσια ανάπτυξης της ευρύτερης περιοχής). Ο υφυπουργός Οικισμού Εμμ. Κεφαλογιάννης αποφασίζει «αναγκαστική απαλλοτρίωση» και «βίαιη έξωση του ζωγράφου». Ο Παρθένης, ισχνός γεράκος πλέον, ματαιώνει τα σχέδια, όταν μπροστά στους δικαστικούς κλητήρες και αστυνομικούς, απειλεί να αυτοπυρποληθεί μαζί με τα έργα του. Μετά τον θάνατό του το 1967, τα παιδιά του τελικώς αποδέχτηκαν την απαλλοτρίωση, ενώ πλήθος έργων δόθηκαν ως κληροδοσία έναντι φόρου κληρονομιάς στο Ελληνικό κράτος.

Γιώργος Μπουζιάνης (1885-1957) 

Έχοντας μετακομίσει από το 1907 στο Μόναχο για να σπουδάσει στην Ακαδημία Τεχνών, ο Γιώργος Μπουζιάνης επιστρέφει το 1934 στην Ελλάδα, φοβούμενος την άνοδο του ναζισμού ο οποίος θεωρούσε την μοντέρνα τέχνη «εκφυλισμένη» και καταδίωκε τους καλλιτέχνες καταστρέφοντας παράλληλα τα έργα τους. Του είχαν τάξει (με κυβερνητική υπόσχεση) έδρα στη Σχολή Καλών Τεχνών, η οποία τελικώς ουδέποτε του δόθηκε. Η Ελλάδα του ’30 όπου κυριαρχεί η ακαδημαϊκή ζωγραφική, δεν είναι έτοιμη να υποδεχτεί έναν μελαγχολικό καλλιτέχνη που ζωγραφίζει τα πάθη και τον εσωτερικό του κόσμο, χωρίς πολλές περιγραφικές λεπτομέρειες. Το 1951 στην έκθεση του στον «Παρνασσό» συλλαμβάνεται από την αστυνομία επειδή «τα έργα του προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια». Αναγνωρισμένος για δεκαετίες στο εξωτερικό από τους εξπρεσιονιστές συναδέλφους του, νιώθει στην Ελλάδα ένας ανεπιθύμητος ξένος. Βιώνει τη σκοτεινή περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου στο ταπεινό του σπίτι στη Δάφνη (σημερινό Μουσείο Μπουζιάνη). Η ζωγραφική του γίνεται ακόμα πιο μουντή και αφαιρετική δημιουργώντας έργα μοναδικά. Οι τραυματικές του εμπειρίες απεικονίζονται ως παραμορφώσεις, οι εσωτερικές συγκρούσεις αποφασιστικές πινελιές. Παρά τον έκκληση για έρανο που πραγματοποίησαν επώνυμοι φίλοι του «για την ενίσχυση του πένητα και ασθενή Γ. Μπουζιάνη» ο απολογισμός ήταν πενιχρός. Ο Μπουζιάνης απεβίωσε στις 22 Οκτωβρίου 1959 σε ηλικία 74 ετών, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά που ακόμη και σήμερα παραμένει άγνωστη στο ευρύ κοινό.

 

Φώτης Κόντογλου (1895-1905)

Γεννημένος στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, ο σπουδαίος αυτός ζωγράφος και λογοτέχνης, επεδίωξε με το έργο του την επιστροφή στην Ελληνική παράδοση. Έχοντας πρωτύτερα γνωρίσει το Παρίσι και τις μεγάλες μορφές που ζούσαν εκεί (Ροντέν, κλπ) όπου οι καλλιτεχνικές εξελίξεις διαδέχονταν η μία την άλλη, διαχωρίζει τη θέση του και ασπάζεται –δογματικά είναι η αλήθεια- τη Βυζαντινή Τέχνη. Διδάσκει τον Τσαρούχη, τον Εγγονόπουλο και πολλούς άλλους οι οποίοι στη συνέχεια, μη μπορώντας να αντέξουν τη δογματικότητά του, τον αφήνουν για να ακολουθήσουν το ρεύμα της εποχής και τις νέες τεχνικές. Οι επισκέψεις στο Άγιο Όρος τον συγκλονίζουν και παίζουν καταλυτικό ρόλο για την μετέπειτα πορεία του. Τεράστια η συμβολή του στη λογοτεχνία (έβαλε τις βάσεις για τη λεγόμενη ‘Γενιά του ’30’) και στη Βυζαντινή αγιογραφία με πλήθος έργων σε ναούς (Καπνικαρέα, Άγιος Γεώργιος Κυψέλης, κλπ) αλλά και στο Δημαρχείο της Αθήνας (έργο του 1938 για το οποίο ο Δήμος πρόβαλε έντονες ενστάσεις, επειδή τόλμησε να απεικονίσει Βυζαντινότροπα ήρωες της Ελληνικής μυθολογίας). Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο αναγκάζεται να πουλήσει την μονοκατοικία που έμενε με την γυναίκα και την κόρη του σε κάποιον μαυραγορίτη, για ένα σακί αλεύρι και ένα μπουκάλι λάδι. Οι εκπληκτικές τοιχογραφίες που με τόσο κόπο είχε δημιουργήσει εκεί, ασβεστώνονται  από το νέο αγοραστή ως «κακόγουστες ζωγραφιές στον τοίχο» αλλά ευτυχώς καταφέρνουν να διασωθούν με τεράστια προσπάθεια από τον ίδιο, όταν μετά τον πόλεμο καταφέρνει να πάρει πίσω το σπίτι του. Μέχρι το τέλος της ζωής του το 1965 από αυτοκινητιστικό δυστύχημα, εξακολουθεί να αγιογραφεί ναούς και να συγγράφει, ζώντας σεμνά με τη γυναίκα και την κόρη του. 

 

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (1870-1934)

Παρεξηγημένος όσο λίγοι, ο συμπαθέστατος καλόκαρδος ‘τρελάρας’ από τη Μυτιλήνη, που κατάφερε να κάνει γνωστή την Ελληνική λαϊκή τέχνη σε όλο τον κόσμο. Μόνιμη φορεσιά του η στολή του τσολιά (με πλήρη αρματωσιά) λόγω του δέους που ένοιωθε για τους περήφανους προγόνους που με την ανδρεία και τις θυσίες τους απελευθέρωσαν την Ελλάδα από τον Τούρκικο ζυγό. Μεγαλούργησε στον Βόλο και στο Πήλιο με τοιχογραφίες σε σπίτια και μαγαζιά της περιοχής, ως το άδοξο τέλος της παραμονής του εκεί όταν το πλήθος που τον χλεύαζε, τον έριξε από τη σκαλωσιά την ώρα που ζωγράφιζε. Με πικρία επιστρέφει στη Μυτιλήνη, όπου ο κόσμος εξακολουθεί να τον κοροϊδεύει αλλά έχει την τύχη να ακούσει για εκείνον ο Στρατής Ελευθεριάδης (Τεριάντ) ο οποίος ήταν καταξιωμένος κριτικός και εκδότης περιοδικών τέχνης στο Παρίσι. Την αναγνώριση δεν την έζησε ο Θεόφιλος, παρά μόνο την χλεύη και την ειρωνεία των γύρω του. Με πρωτοβουλία του Ελευθεριάδη, ένα χρόνο μετά το θάνατό του το 1934, διοργανώνεται στο Λούβρο έκθεση αφιερωμένη στον μεγάλο Έλληνα λαϊκό (ναΐφ) ζωγράφο και οι Ευρωπαίοι θαυμάζουν τα πρωτοφανή αυτά έργα. Το 1964 με πρωτοβουλία του Ελευθεριάδη, χτίζεται το μουσείο Θεόφιλου στην Βαρειά Μυτιλήνης.

 

Γιαννούλης Χαλεπάς (1851-1938)

Αν ο Θεόφιλος ήταν ο ένας, ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν ο έτερος «τρελός του χωριού». Γόνος φημισμένων μαρμαροτεχνιτών από την Τήνο, με σπουδές στο Μόναχο και ένα σωρό διακρίσεις εκεί, η ζωή του έμελε να εξελιχθεί τελείως αντίθετα από ότι θα περίμενε κανείς. Μετά την αυτοκτονία του αδερφού του και με την αδερφή του εγκλεισμένη σε ψυχιατρική κλινική, δεν αργεί να εκδηλώσει και ο ίδιος αντίστοιχα συμπτώματα. Σε ηλικία 26 ετών, έχοντας δώσει πνοή  στα άψυχα μάρμαρα με τα αριστουργήματα που λάξευσε (μεταξύ αυτών και η περίφημη ‘Κοιμωμένη’), παθαίνει νευρικό κλονισμό και αποπειράται να αυτοκτονήσει. Εγκλείεται με πρωτοβουλία της μητέρας του στο  Ψυχιατρείο Κέρκυρας όπου αντιμετωπίζεται με τις πιο βίαιες μεθόδους (όπως ήταν διαδεδομένο εκείνη την εποχή) από γιατρούς και φύλακες, οι οποίοι μεταξύ άλλων καταστρέφουν οτιδήποτε δημιουργεί «ως αποτέλεσμα της τρέλας του». Δεκατρία χρόνια αργότερα, με το θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του υπογράφει για την εξαγωγή του και επιστρέφουν στην Τήνο, όπου καταστρέφει πλέον η ίδια –με μένος- ότι έργο πάει εκείνος να δημιουργήσει, φοβούμενη ο γιός της «τρελάθηκε από την Τέχνη». Σήμερα, με την εξέλιξη της επιστήμης, γνωρίζουμε ότι τα αίτια της ψυχασθένειάς του ήταν η τελειομανία του, η υπερκόπωση από την αδιάκοπη εργασία και ένας ατυχής έρωτας για μία νεαρή συμπατριώτισσά του, που την ζήτησε σε γάμο και οι γονείς της αρνήθηκαν να του την δώσουν. Η λύτρωση για τον Χαλεπά έρχεται μόνο μετά το θάνατο της τυραννικής μητέρας του, όταν είναι πλέον 65 ετών και έχει παρατήσει πλέον τελείως την γλυπτική. Βρίσκει το κουράγιο και ξεκινάει πάλι, δημιουργώντας τελικά ορισμένα αριστουργήματα της σύγχρονης γλυπτικής. Στην Αθήνα, όπου έζησε τα τελευταία 8 χρόνια της ζωής του φιλοξενούμενος από την ανιψιά του, «ο τρελός που ξαναβρήκε τα λογικά του» γίνεται πρώτο θέμα στις καλλιτεχνικές συζητήσεις κι οι πάντες σχηματίζουν ουρές για να θαυμάσουν το έργο του. Η ζωή ακόμη και την τελευταία στιγμή, επιβράβευσε τον σπουδαίο αυτόν καλλιτέχνη με την αναγνώριση που του άξιζε.

George Papadimitriou was born in Athens, Greece in 1973, where he lives and work. He studied (2012-2018) painting and history of art in 'ARTe Workshop' in Athens. He has carried out 9 personal exhibitions in Athens and the island of Syros and also participated in various group projects. Many of his works belong to various private and public collections.

He’s also a curator in Animasyros International Animation Festival.